αρτι-

αρτι-
(AM ἀρτι-)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων λέξεων ήδη από την εποχή του Ομήρου. Στα αρχαιότερα σύνθετα εκφράζει την έννοια της ακριβείας, της ορθότητας, της σωστής συναρμογής, της αρτιότητας
πρβλ. αρτιμελής
αρχ.
αρτιεπής, αρτίκολλος, αρτικροτώ, αρτίνοος(-νους), αρτίπους, αρτίστομος, αρτιτελής (σημ. 1), αρτίτοκος (σημ. 2), αρτίφρων, αρτίχειρ
(αρχ.- μσν.) αρτιφυής (σημ. 2)
μσν.
αρτίκυκλος. Στα υπόλοιπα πολυάριθμα σύνθετα το αρτι-, αναφερόμενο σε γεγονότα του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος, απαντά με χρονική σημασία και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό συνέβη πρόσφατα ή πραγματοποιείται μόλις τώρα ή επίκειται να συμβεί στο εγγύς μέλλον
πρβλ. αρτισύστατος
αρχ.
αρτιάλωτος, αρτιβλαστής, αρτίγαμος, αρτιγένεθλος, αρτιγένειος, αρτιγενής, αρτιγλυφής, αρτίγονος, αρτιγραφής, αρτιδαής, αρτίδακρυς, αρτιζυγία, αρτίζωος, αρτιθανής, αρτίθηρος, αρτίκαυστος, αρτιμαθής, αρτιπαγής, αρτίπλουτος, αρτίσκαπτος, αρτιτελής (σημ. 1), αρτίτοκος (σημ. 1), αρτιτόκος, αρτιτρεφής, αρτίτροπος, αρτιύπωχρος, αρτίφατος, αρτίφονος, αρτιχανής, αρτιχάρακτος, αρτίχνους, αρτιχόρευτος, αρτίχριστος, αρτίχυτος
αρχ.-μσν.
αρτιδάικτος, αρτιθαλής, αρτίτομος, αρτιφυής, αρτίφυτος
μσν.
αρτιβαφής, αρτίγευστος, αρτίδομος, αρτίθηκτος, αρτιλόχευτος, αρτιστεφής, αρτισφαγής, αρτιτέλεστος, αρτιτευχής, αρτίτυπος, αρτιφανής, αρτίφλεκτος
μσν.- νεοελλ.
αρτιγέννητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄρτι — just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… …   Dictionary of Greek

  • κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- —     ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi     English meaning: to move, pass     Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen”     Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως …   Dictionary of Greek

  • αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… …   Dictionary of Greek

  • αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”